- ἐκδόσεως
- ἐκδόσεω̆ς , ἔκδοσιςgiving upfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Pronunciation of Ancient Greek in teaching — Ancient Greek has been pronounced in various ways by those studying Ancient Greek literature in various times and places. This article covers those pronunciations; the modern scholarly reconstruction of its ancient pronunciation is covered in… … Wikipedia
Imperfektiver Aspekt — Der imperfektive Aspekt als Begriff der Sprachwissenschaft ist einer der drei Aspekte der hypothetischen indogermanischen Ursprungssprache, welcher auch in vielen der Folgesprachen ein Teil des Verbalparadigmas ist. Im Gegensatz zum perfektiven… … Deutsch Wikipedia
Zosĭmus — Zosĭmus. I. Papst: 1) St. Z., Grieche von Geburt, 417–418 römischer Papst. Er suchte zuerst durch sein Auftreten gegen die afrikanischen u. gallischen Bischöfe, gegen jene in den Pelagianischen Streitigkeiten, gegen Letztere in dem Streit über… … Pierer's Universal-Lexikon
αστυΐατρος — και αστίατρος, ο γιατρός υπεύθυνος για την τήρηση των όρων υγιεινής σε καταστήματα, εστιατόρια κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + ιατρός. Η λ. αστίατρος μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις, ενώ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (αρχή εκδόσεως… … Dictionary of Greek
αστυκτηνίατρος — ο, η κτηνίατρος με αρμοδιότητες που ανήκουν στη δικαιοδοσία της Αστυκτηνιατρικής* Υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + κτηνίατρος. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τού Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή εκδόσεως 1833)] … Dictionary of Greek
εκδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκδότη ή στην έκδοση («εκδοτικά [έξοδα]» το αναγκαίο ποσό για την έκδοση εντύπου) 2. αυτός που ασχολείται ή αναλαμβάνει εκδόσεις («εκδοτικός οίκος») 3. φρ. «εκδοτικές τράπεζες» τράπεζες που αναλαμβάνουν… … Dictionary of Greek
επανέκδοση — η [επανεκδίδω] 1. νέα έκδοση, ανατύπωση, αναδημοσίευση 2. επανάληψη εκδόσεως ενός εντύπου η οποία είχε διακοπεί … Dictionary of Greek
επικοινωνώ — (AM ἐπικοινωνῶ, έω) [κοινωνώ] έρχομαι σε επαφή, σε σχέση, σε συνάφεια με κάποιον («περὶ δ’ αὖ τῆς ἐκδόσεως, ἐπικοινωνήσαντες τῷ Ξούθῳ», Δημοσθ.) νεοελλ. συνδέομαι ψυχικά, πνευματικά μσν. νεοελλ. συγκοινωνώ «το δωμάτιό μου δεν επικοινωνεί με τον… … Dictionary of Greek
καπνοκοπτήριο — και καπνοκοφτήριο, το εργοστάσιο κοπής φύλλων καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + κοπτήριο (πρβλ. καφεκοπτήριο). Η λ., στον λόγιο τ. καπνοκοπτήριον, μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος (έναρξη εκδόσεως 1833)] … Dictionary of Greek
καψούλι — και καψύλιο και καψύλλιο(ν), το 1. το εμπύρευμα*. 2. περίβλημα φαρμάκων, κάψουλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. capsule. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. καψύλλια, μαρτυρείται από το 1833 (έναρξη εκδόσεως) στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής… … Dictionary of Greek